ἀργία — ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc/acc dual ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίᾳ — ἀργίαι , ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργία — η 1. το να μην εργάζεται κανείς, ανάπαυση, σκόλη: Αύριο είναι αργία και δε θα χουμε σχολείο. 2. (εκκλησ.), προσωρινή παύση κληρικού: Ο δεσπότης τιμώρησε τον παπά του χωριού μ ένα μήνα αργία. 3. ποινή προσωρινής απομάκρυνσης αξιωματικού από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργίας — ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem acc pl ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαι — ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαν — ἀργίᾱν , ἀργία want of employment fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιῶν — ἀργία want of employment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαις — ἀργία want of employment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίη — ἀργία want of employment fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίην — ἀργία want of employment fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)