αργία

αργία
(Νομ.). H προσωρινή διακοπή της εργασίας λόγω εορτών κ.ά. Στο δίκαιο α. λέγεται η κατάσταση υπαλλήλου που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, επειδή έχει καταδικαστεί ή είναι υπόδικος. Στο εκκλησιαστικό δίκαιο, α. είναι η ποινή κληρικού, στη διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να ασκήσει τα ιερατικά του καθήκοντα.
* * *
η (AM ἀργία) [αργός (II)]
1. παύση, ανάπαυση
2. τιμωρία, ιερωμένου με απαγόρευση να ιερουργεί
νεοελλ.
ημέρα αργίας, εορτάσιμη ημέρα, εορτή
αρχ.
1. το να μην εργάζεται κάποιος, έλλειψη εργασίας, απραξία (γνωμ., «ἀργία μήτηρ πάσης κακίας»)
2. οκνηρία, φυγοπονία
3. πληθ. αργίαι
εορτάσιμες ημέρες, διακοπές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀργία — ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc/acc dual ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίᾳ — ἀργίαι , ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργία — η 1. το να μην εργάζεται κανείς, ανάπαυση, σκόλη: Αύριο είναι αργία και δε θα χουμε σχολείο. 2. (εκκλησ.), προσωρινή παύση κληρικού: Ο δεσπότης τιμώρησε τον παπά του χωριού μ ένα μήνα αργία. 3. ποινή προσωρινής απομάκρυνσης αξιωματικού από το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀργίας — ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem acc pl ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίαι — ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίαν — ἀργίᾱν , ἀργία want of employment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιῶν — ἀργία want of employment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίαις — ἀργία want of employment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίη — ἀργία want of employment fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργίην — ἀργία want of employment fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”